πανικόβλητος

πανικόβλητος
-η, -ο
καταφοβισμένος, τρομοκρατημένος, πανικοβλημένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανικόβλητος — η, ο [πανικοβάλλομαι] αυτός που έχει κυριευθεί από πανικό είτε εξαιτίας ενός υπαρκτού είτε εξαιτίας ενός φανταστικού ή αναμενόμενου γεγονότος, τρομοκρατημένος, υπερβολικά φοβισμένος …   Dictionary of Greek

  • ηττοπαθής — ές αυτός που κατέχεται από υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ότι θα υποστεί ήττα, που δεν πιστεύει στη δυνατότητα τής νίκης, που έχει χάσει το ηθικό του, καταπτοημένος, πανικόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηττο (< ήττα) + παθής < πάθος (πρβλ. εμ… …   Dictionary of Greek

  • κατάτρομος — η, ο έντρομος, περιδεής, πανικόβλητος, καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρομος (< τρόμος), πρβλ. έν τρομος, περί τρομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δημήτριο Βικέλα] …   Dictionary of Greek

  • Ορμίσδας — I Όνομα πέντε ηγεμόνων της Περσίας από τη δυναστεία των Σασανιδών. 1. Ο. Α’ (271 272). Διακρίθηκε για την ανεξιθρησκεία του. 2. Ο. Β’ (303 309). Γιος του βασιλιά Ναρσή, τον διαδέχτηκε μετά την παραίτησή του. Ήταν φιλειρηνικός μονάρχης αλλά οι… …   Dictionary of Greek

  • Ραψομάτης — Βυζαντινός άρχοντας (12ος αι.) ο οποίος επαναστάτησε το 1092 στην Κύπρο εναντίον του αυτοκράτορα Αλέξιου A’ Κομνηνού. Ο αυτοκράτορας έστειλε τότε τον μέγα δούκα Ιωάννη Δούκα για να καταστείλει την ανταρσία, ο οποίος με στόλο αποβιβάστηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • κατάτρομος — η, ο ο κατατρομαγμένος, καταφοβισμένος, πανικόβλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”